-
1 σιτηρά
τα хлеба, зерновые (культуры) -
2 σιτηρά
σῑτηρά, σιτηρόςof corn: neut nom /voc /acc plσῑτηρά̱, σιτηρόςof corn: fem nom /voc /acc dualσῑτηρά̱, σιτηρόςof corn: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 σιτηρά
[ситира] ουσ. о. χληθ. зерновые хлеба, злаки,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σιτηρά
-
4 σιτηρά
[ситира] ουσ ο χληθ. зерновые хлеба, злаки. -
5 buğdaygiller
σιτηρά -
6 хлеб
хлебм1. (печеный) τό ψωμί, ὁ ἄρτος:белый (пшеничный) \хлеб τό ἄσπρο ψωμί· черный (ржаной) \хлеб τό μαῦρο ψωμί· черствый \хлеб τό μπαγιάτικο ψωμί· каравай \хлеба τό καρβέλι· ломо́ть \хлеба ἕνα κομμάτι ψωμί·2. (зерно и растение) τό σιτάρι, ὁ σίτος/ τά σιτηρά (хлеба):ссыпать \хлеб в амбары ἀποθηκεύω τό σιτάρι· озимые \хлеба τά πρώιμα (или τά φθινοπωριάτικα) σιτηρά· яровые \хлеба τά ἀνοιξιάτικα σιτηρά·3. (пропитание; средства к существованию) разг τό ψωμί, ὁ ἄρτος:зарабатывать себе на \хлеб βγάζω τό ψωμί μου· лишать кого́-л. куска \хлеба στερώ τό ψωμί κάποιου· ◊ \хлеб да соль! καλή δρεξη!· \хлеб насущи́ый ὁ ἐπιούσιος ἄρτος· отбивать \хлеб у кого́-л. παίρνω τό ψωμί κάποιου· жить на чужих \хлеба́х μέ ταΐζουν ἄλλοι· перебиваться с \хлеба на квас τρώγω ψωμί καί σουγιά. -
7 зерновые
-
8 культура
культура ж 1) ο πολιτισμός 2) с.-х. η καλλιέργεια· зерновые \культураы τα σιτηρά, τα δημητριακά ◇ физическая \культура η φυσική αγωγή* * *ж1) ο πολιτισμός2) с.-х. η καλλιέργειαзерновы́е культу́ры — τα σιτηρά, τα δημητριακά
••физи́ческая культу́ра — η φυσική αγωγή
-
9 хлеб
хлеб м 1) (печёный) το ψωμί; чёрный (белый) \хлеб το μαύρο (άσπρο) ψωμί; кусок -а μια φέτα ψωμί 2) (зерно ) τα σιτηρά* * *м1) ( печёный) το ψωμίчёрный (бе́лый) хлеб — το μαύρο (άσπρο) ψωμί
кусо́к хлеба — μια φέτα ψωμί
2) ( зерно) τα σιτηρά -
10 яровые
-
11 зерновой
зернов||ой1. прил τῶν σιτηρών:\зерновойы́е культу́ры τά δημητριακά, τά σιτηρά, τά γεννήματα·2. \зерновойые мн. τά δημητριακά, τά σιτηρά, τά γεννήματα. -
12 corn
I [ko:n] noun1) (the seeds of cereal plants, especially (in Britain) wheat, or (in North America) maize.) σιτηρά2) ((American grain) the plants themselves: a field of corn.) σιτηρά•- corned beef
- cornflakes
- cornflour
- cornflower II [ko:n] noun(a little bump of hard skin found on the foot: I have a corn on my little toe.) κάλος -
13 σῑτηρός
-
14 обрушивать
γκρεμίζω, κατακρημνίζω(зерно) ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω, καθαρίζω (τα σιτηρά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обрушивать
-
15 сыпать
ρίχνω, ρίπτω, χύνω (κάτι στερεό, π.χ. σιτηρά, όσπρια)-ся χύνεται (για κάτι στερεό, π.χ. ζάχαρη)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сыпать
-
16 жито
житос τά σιτηρά, τά γεννήματα/ ἡ κριθή, τό κριθάρι (ячмень)! ἡ βρίζα, ἡ σίκαλη (роокь)! ὁ σίτος, τό σιτάρι (пшеница). -
17 хлебный
хлебн||ыйприл1. τοῦ ψωμιοῦ, ἀπό ψωμί (о печеном хлебе)/ τοῦ σιταριοῦ (относящийся к зерну):\хлебныйые злаки τά σιτηρά· \хлебныйые запасы τά ἀποθέματα σιταριοῦ· \хлебныйые поля τά χωράφια σιταριοῦ· \хлебный амбар ἡ σιταποθήκη· \хлебный магазин τό ἀρτοπωλεῖο, τό ψωμάδικο· \хлебныйая торговля τό ἐμπόριο σιτηρών \хлебный квас τό κβάς (είδος ἀναψοκτικοβ)· \хлебный кризис ἡ κρίση ψωμιοῦ·2. (обильный хлебом) πλούσιος σέ σιτάρι:\хлебный край ὁ σιτοβολων (или ἡ σιτοπαραγωγική) περιοχή· \хлебный год χρονιά πλούσια σέ σιτοπαραγωγή·3. перен (доходный, прибыльный) ἐπικερδής, προσοδοφόρος· ◊ \хлебныйое дерево τό ἀρτόδεν-δρο[ν]. -
18 яровизация
яровизацияж с.-х. ἡ ἐαρινοποίη-σπ [-ις], ἡ μετατροπή σιτηρών φθινοπωρινής σέ σιτηρά ἐαρινής σπορᾶς. -
19 πρώϊμος
-
20 запал
запал 1-а α.1. εμπυρείο, εμπύρευμα, καψούλι.2. έξαψη, παράφορα.εκφρ.под – (απλ.) στην παράφορα.запал 2-а α.άσθμα των υποζυγίων, λαχάνιασμα, πνευστίαση, εμφύσημα•лошадь с -ом άλογο ασθματικό (ή με εμφύσημα).
запал 3-а α. (για σιτηρά) κάψιμο (από ξηρασία, λίβα).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σιτηρά — (I) ἡ, Α βλ. σιτηρός. (II) τα, Ν βλ. σιτηρό … Dictionary of Greek
σιτηρά — τα δημητριακά (σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιτηρά — σῑτηρά , σιτηρός of corn neut nom/voc/acc pl σῑτηρά̱ , σιτηρός of corn fem nom/voc/acc dual σῑτηρά̱ , σιτηρός of corn fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημητριακά ή σιτηρά — Σύνολο ποωδών φυτών διαφορετικού μεγέθους της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Καλλιεργούνται από την αρχαιότητα σε μεγάλη κλίμακα, για την παραγωγή των εδώδιμων σπόρων τους, οι οποίοι, όταν αλέθονται, γίνονται αλεύρι που… … Dictionary of Greek
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
σιτηρός — ά, ό / σιτηρός, ά, όν, ΝΜΑ βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιτηρά τα καλλιεργούμενα είδη φυτών, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια αγρωστώδη, όπως είναι το σιτάρι, η σίκαλη, το κριθάρι, το ρύζι, ο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… … Dictionary of Greek
ζειά — ζειά, ή (συν. στον πληθ. ζειαί) (Α) 1. μονόκοκκο σιτάρι, χρήσιμο για την τροφή τών αλόγων («πάρ δ ἔβαλον ζειάς», Ομ. Οδ.) 2. είδος δίκοκκου σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον ενικό αριθ. εμφανίζεται στους ελληνιστικούς και μεταγενέστερους χρόνους, ενώ… … Dictionary of Greek
μπουκάτι — το στον πληθ. τα μουκάτια α) σιτηρά, γεννήματα 2. συνεκδ. αγαθά, περιουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. bucate «σιτηρά»] … Dictionary of Greek